ἀντωνυμίαι

ἀντωνυμίαι
ἀντωνυμίᾱͅ , ἀντωνυμία
pronoun
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • πρωτότυπος — η, ο / πρωτότυπος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελεί τον πρώτο, τον αρχικό τύπο άλλων πραγμάτων, αρχέτυπο 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτότυπο το πρώτο που έγινε, το αρχέτυπο από το οποίο παράγονται όλα τα άλλα νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποτελεί απομίμηση… …   Dictionary of Greek

  • σύναρθρος — ον, Α 1. συνδεδεμένος, συναρμοσμένος με άλλον 2. γραμμ. αυτός που εκφέρεται με το άρθρο («σύναρθροι ἀντωνυμίαι», Διον. Θρ.) 3. φρ. «σύναρθρος ἀντωνυμία» η κτητική αντωνυμία (Απολλ. Δύσκ.). επίρρ... συνάρθρως Μ σε συνεκφορά συνήθως με το οριστικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”